αγριάγγουρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριάγγουρά οι αγριάγγουρές
      γενική της αγριάγγουράς των αγριάγγουρών
    αιτιατική την αγριάγγουρά τις αγριάγγουρές
     κλητική αγριάγγουρά αγριάγγουρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγριάγγουρο < ελληνιστική κοινή ἀγριαγγούριον[1] < αρχαία ελληνική ἄγριος + ελληνιστική κοινή ἀγγούριον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγριάγγουρο θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ἀγριαγγούριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Πηγές[επεξεργασία]