άγαν
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άγαν < αρχαία ελληνική ἄγαν[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.ɣan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γαν
Επίρρημα
[επεξεργασία]άγαν (ποσοτικό επίρρημα)
- (αρχαιοπρεπές) πολύ, πάρα πολύ, υπερβολικά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άγαν
→ δείτε τη λέξη υπερβολικά |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άγαν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)