ἀβακίσκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀβακίσκος οἱ ἀβακίσκοι
      γενική τοῦ ἀβακίσκου τῶν ἀβακίσκων
      δοτική τῷ ἀβακίσκ τοῖς ἀβακίσκοις
    αιτιατική τὸν ἀβακίσκον τοὺς ἀβακίσκους
     κλητική ! ἀβακίσκε ἀβακίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀβακίσκω
γεν-δοτ τοῖν  ἀβακίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβακίσκος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄβαξ (ἀβακ-) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀβακίσκος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]