αγαλματοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαλματοποιός < αρχαία ελληνική ἀγαλματοποιός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαλματοποιός αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαλματοποιός