αγριωπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγριωπός < αρχαία ελληνική ἀγριωπός < ἄγριος + ὤψ (από τη γενική, ὠπός) < ὁράω
Επίθετο[επεξεργασία]
αγριωπός, -ή, -ό