αγλαόκαρπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγλαόκαρπος < αρχαία ελληνική ἀγλαόκαρπος
Επίθετο[επεξεργασία]
αγλαόκαρπος -η, -ο
- (λόγιο, κυριολεκτικά, μεταφορικά) που παράγει καλούς ή πολλούς καρπούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγλαόκαρπος
|