άγονος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | άγονος | άγονη | άγονο |
γενική | άγονου | άγονης | άγονου |
αιτιατική | άγονο | άγονη | άγονο |
κλητική | άγονε | άγονη | άγονο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | άγονοι | άγονες | άγονα |
γενική | άγονων | άγονων | άγονων |
αιτιατική | άγονους | άγονες | άγονα |
κλητική | άγονοι | άγονες | άγονα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άγονος < αρχαία ελληνική ἄγονος < ἄ- στερητικό + γον- (< γεννῶ)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
άγονος
- ο μη γόνιμος
- άγονο έδαφος
- που δεν είναι προσοδοφόρος
- τα πλοία της άγονης γραμμής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- αποδοτικός
- αποτελεσματικός
- γενεσιουργός
- γόνιμος
- δημιουργικός
- εύφορος
- καρποφόρος
- παραγωγικός
- πλούσιος
- ωφέλιμος