πλούσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλούσιος η πλούσια το πλούσιο
      γενική του πλούσιου της πλούσιας του πλούσιου
    αιτιατική τον πλούσιο την πλούσια το πλούσιο
     κλητική πλούσιε πλούσια πλούσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλούσιοι οι πλούσιες τα πλούσια
      γενική των πλούσιων των πλούσιων των πλούσιων
    αιτιατική τους πλούσιους τις πλούσιες τα πλούσια
     κλητική πλούσιοι πλούσιες πλούσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πλούσιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλούσιος < πλοῦτος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈplu.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλού‐σι‐ος

Επίθετο

[επεξεργασία]

πλούσιος, -α, -ο

  1. που έχει μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία
  2. που έχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πλούσιος πλουσί τὸ πλούσιον
      γενική τοῦ πλουσίου τῆς πλουσίᾱς τοῦ πλουσίου
      δοτική τῷ πλουσί τῇ πλουσί τῷ πλουσί
    αιτιατική τὸν πλούσιον τὴν πλουσίᾱν τὸ πλούσιον
     κλητική ! πλούσιε πλουσί πλούσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πλούσιοι αἱ πλούσιαι τὰ πλούσι
      γενική τῶν πλουσίων τῶν πλουσίων τῶν πλουσίων
      δοτική τοῖς πλουσίοις ταῖς πλουσίαις τοῖς πλουσίοις
    αιτιατική τοὺς πλουσίους τὰς πλουσίᾱς τὰ πλούσι
     κλητική ! πλούσιοι πλούσιαι πλούσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πλουσίω τὼ πλουσί τὼ πλουσίω
      γεν-δοτ τοῖν πλουσίοιν τοῖν πλουσίαιν τοῖν πλουσίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

πλούσιος < πλοῦτ(ος) + -ιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

πλούσιος, -α, -ον

  • πλούσιος
    ※  τῆς δ᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν βορᾶς | ἐς σμικρὸν ἥκει· πᾶς γὰρ ἐμπλησθεὶς ἀνὴρ | ὁ πλούσιός τε χὠ πένης ἴσον φέρει. Ευριπίδης Ηλέκτρα, στ. 430, 413 π.Χ.
    Για το φαγί της κάθε μέρας είναι | το έξοδο μικρό· γιατί ο καθένας, | και 'πλούσιος και φτωχός, άμα χορτάσει, | την ίδιαν ευχαρίστηση θα νιώθει.
    (Τάσος Ρούσσος, Ευριπίδης, «Ηλέκτρα», Ακαδημία Αθηνών, 1988)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]