πλουσιόσπιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλουσιόσπιτο < πλούσι(ος) + -ό- + σπίτ(ι) + -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλουσιόσπιτο ουδέτερο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλουσιόσπιτο
|