αγοραφοβία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγοραφοβία | οι | αγοραφοβίες |
γενική | της | αγοραφοβίας | — | |
αιτιατική | την | αγοραφοβία | τις | αγοραφοβίες |
κλητική | αγοραφοβία | αγοραφοβίες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγοραφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Agoraphobie < αρχαία ελληνική ἀγορά + -φοβία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγοραφοβία θηλυκό
- (ψυχολογία, ψυχιατρική) η παθολογική τάση να νιώθει κανείς φόβο, όταν βρίσκεται με πολύ κόσμο
- η τάση να προτιμάει κάποιος την απομόνωση και να αποφεύγει τις συναναστροφές
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγοραφοβία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φοβία (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)