αγνωστικισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγνωστικισμός οι αγνωστικισμοί
      γενική του αγνωστικισμού των αγνωστικισμών
    αιτιατική τον αγνωστικισμό τους αγνωστικισμούς
     κλητική αγνωστικισμέ αγνωστικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγνωστικισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική agnosticism < αρχαία ελληνική ἄγνωστος. Λέξη δημιουργημένη στα 1869 από τον βιολόγο Τόμας Χάξλεϋ[1]
(μαρτυρείται από το 1888)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγνωστικισμός αρσενικό

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)