αγνωμοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγνωμοσύνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγνωμοσύνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγνωμοσύνη θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγνωμοσύνη