αγαλακτία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγαλακτία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαλακτία οι αγαλακτίες
      γενική της αγαλακτίας των αγαλακτιών
    αιτιατική την αγαλακτία τις αγαλακτίες
     κλητική αγαλακτία αγαλακτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγαλακτία < αρχαία ελληνική ἀγαλακτία < γάλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγαλακτία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη γάλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]