Agalaktie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Agalaktie | die | Agalaktien |
γενική | der | Agalaktie | der | Agalaktien |
δοτική | der | Agalaktie | den | Agalaktien |
αιτιατική | die | Agalaktie | die | Agalaktien |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɡalakˈtiː/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Agalaktie (de) θηλυκό