agalactia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
agalactia agalactias
Συνήθως άκλιτο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
agalactia < νεολατινική agalactia < αρχαία ελληνική ἀγαλακτία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agalactia (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɡaˈlaɡtja/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agalactia (es) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agalactia (pt) θηλυκό