αθεϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αθεϊσμός | οι | αθεϊσμοί |
γενική | του | αθεϊσμού | των | αθεϊσμών |
αιτιατική | τον | αθεϊσμό | τους | αθεϊσμούς |
κλητική | αθεϊσμέ | αθεϊσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθεϊσμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική athéisme < athée < αρχαία ελληνική ἄθεος < ἄ-, α- + θεός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.θe.iˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αθεϊσμός αρσενικό
- (θρησκεία) η άρνηση της ύπαρξης του θεού
- (φιλοσοφία) η μη πίστη σε μεταφυσικές οντότητες (ή οντότητα) που σύμφωνα με κάποιους δημιούργησαν και επιδρούν στον φυσικό ή μη κόσμο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αθεϊσμός στη Βικιπαίδεια
- Atheism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)