αδάμας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδάμας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδάμας (αρχαία σημασία: το πιο σκληρό μέταλλο, όπως το ατσάλι) [1][2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈða.mas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δά‐μας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδάμας αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀδάμας)
- (λόγιο) αδάμαντας, άλλη μορφή του διαμάντι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδάμας
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αδάμας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «διαμάντι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.