ακαταληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαταληψία < ελληνιστική κοινή ἀκαταληψία < αρχαία ελληνική ἀκατάληπτος < καταλαμβάνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακαταληψία θηλυκό
- η ιδιότητα του ακατάληπτου
- (φιλοσοφία) η αδυναμία κατανόησης ή σύλληψης ενός πράγματος, η παραδοχή ότι δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα αλλά μόνο με πιθανότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλοσοφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)