άγγελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άγγελος | οι | άγγελοι |
γενική | του | αγγέλου & άγγελου |
των | αγγέλων |
αιτιατική | τον | άγγελο | τους | αγγέλους |
κλητική | άγγελε | άγγελοι | ||
Συγκρίνετε με την κλίση του ονόματος και του επωνύμου Άγγελος. | ||||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άγγελος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄγγελος (αρχαία σημασία: αγγελιοφόρος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟe.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άγ‐γε‐λος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άγγελος αρσενικό
- (θρησκεία) ουράνιο ον, αγγελιαφόρος του θεού
- (λόγιο) αγγελιαφόρος
- (μεταφορικά) άνθρωπος με ευγένεια ψυχής, πονόψυχος ή / και εξαιρετικά όμορφος σαν άγγελος
- (ιχθυολογία) χονδριχθύες της τάξης Squatiniformes
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
αγγελ-
αγγελ-
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αγγελο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αγγελο- στο Βικιλεξικό
- -άγγελος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -άγγελος στο Βικιλεξικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
άγγελος στη Βικιπαίδεια
- Στη Βικιπαίδεια, θα δείτε μια από τις πιθανές ιεραρχίες των αγγέλων. Αυτοί χωρίζονται σε 3 τάξεις, που η καθεμιά τους χωρίζεται σε 3 ταξιαρχίες:
- Σεραφείμ - Χερουβείμ - Θρόνοι
- Κυριότητες - Δυνάμεις - Εξουσίες
- Αρχές - Αρχάγγελοι - Άγγελοι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουράνιο ον
αγγελιοφόρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λόγιες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Ιχθυολογία (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)