Μετάβαση στο περιεχόμενο

angel

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Angel, ángel, ängel
      ενικός         πληθυντικός  
angel angels

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
angel < μέση αγγλική angel < αγγλοσαξονική anġel < λατινική angelus < αρχαία ελληνική ἄγγελος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈeɪn.d͡ʒəl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angel (en)

  • (θρησκεία) ο άγγελος
      I sit and wait
    Does an angel contemplate my fate?
    And do they know the places where we go
    When we're grey and old? 'Cause I've been told
    That salvation lets their wings unfold.
    Κάθομαι και περιμένω
    Υπάρχει ένας άγγελος που συλλογάται τη μοίρα μου;
    Και ξέρουν τα μέρη που πάμε
    Όταν έχουμε γκριζάρει και είμαστε γέροι; Γιατί μου έχουν πει
    Πως η σωτηρία αφήνει τα φτερά τους να ξεδιπλωθούν.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Angels, (1997) Ρόμπι Γουίλιαμς



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɑŋəl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angel (nl) αρσενικό

  1. κεντρί, βέλος
  2. αγκίστρι
  3. (σπάνιο, παρωχημένο) γλώσσα φιδιού



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angel



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /àːnɡɛl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angel (sl)