Μετάβαση στο περιεχόμενο

ange

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
ange anges

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ange < παλαιά γαλλική ange < λατινική angelus < αρχαία ελληνική ἄγγελος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃ʒ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ange (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]