αγράμπελη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγράμπελη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγριάμπελος μετάπλαση και -η και παρετυμολογήθηκε από την λέξη αγρός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈɣɾam.be.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρά‐μπε‐λη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγράμπελη θηλυκό
- (φυτό) είδος διακοσμητικού αναρριχητικού φυτού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγράμπελη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ασημόσκονη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -η (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)