κληματσίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κληματσίδα οι κληματσίδες
      γενική της κληματσίδας των κληματσίδων
    αιτιατική την κληματσίδα τις κληματσίδες
     κλητική κληματσίδα κληματσίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κληματσίδα < μεσαιωνική ελληνική κληματσίδα < αρχαία ελληνική κληματίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κληματσίδα θηλυκό

  1. η κληματόβεργα
  2. (φυτό) η αγράμπελη
  3. είδος περικοκλάδας που φυτρώνει και σκαρφαλώνει στα δάση και στους φράχτες

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]