ακαταμέτρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαταμέτρητος < ελληνιστική κοινή ἀκαταμέτρητος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαταμέτρητος
- που δεν έχει μετρηθεί ακόμα, αλλά μπορεί να μετρηθεί
- έχουμε ακόμη αρκετά ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια..../ το ακαταμέτρητο ρολόι της ΔΕΗ
- που πρακτικά δεν μπορεί να μετρηθεί, τεράστιος, άπειρος, αχανής
- η ακαταμέτρητη δύναμη του Θεού/ τα ακαταμέτρητα αστέρια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακαταμέτρητα
- → δείτε τη λέξη καταμετρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το μη μετρήσιμο
|