ἀκαταμέτρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ἀκαταμέτρητος
- το επίθετο ακαταμέτρητος με πολυτονική γραφή
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀκαταμέτρητος < ελληνιστική λέξη α στερητικό και το αρχαίο ελληνικό ρήμα καταμετρέω
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀκαταμέτρητος,ος,ον
- που δεν έχει μετρηθεί (ακόμη)
- οὔτε τὸ ἀπὸ Θαψάκου ἐπὶ τὰ ὄρη δισχιλίων καὶ ἑκατόν φησιν Ἐρατοσθένης, ἀλλ᾽ εἶναί τι λοιπὸν ἀκαταμέτρητον : εξάλλου ο Ερατοσθένης δεν έχειπει ότι ηαπόσταση από την Θάψακο έως τα όρη είναι 2.100 (στάδια), αλλά ότι από εκεί και πέρα δεν έχει μετρηθεί ακόμη (Στρ. Γεωγρ. 2.1.21)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- για το αδύνατον να μετρηθεί το επίθετο ήταν ἀμέτρητος