αθήρωμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθήρωμα < ελληνιστική κοινή ἀθήρωμα < ἀθήρα / ἀθήρη < αρχαία ελληνική ἀθάρη ((σημασιολογικό δάνειο) νεολατινική atheroma (ίδια σημασία) < λατινική atheroma < ελληνιστική κοινή ἀθήρωμα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αθήρωμα ουδέτερο
- (ιατρική) η λιπώδης πλάκα που σχηματίζεται στα τοιχώματα των αγγείων (αρτηριών) του κυκλοφορικού συστήματος, εξαιτίας της εναπόθεσης χοληστερίνης, με συνέπεια τον εκφυλισμό του επιθηλίου τους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Atheroma (Αθήρωμα) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)