ακροαματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακροαματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροαματικός
- (για την έννοια του ακροατηρίου) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kɾo.a.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐α‐μα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ακροαματικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με κάποιο ακρόαμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
- που μπορεί να ακουστεί ή είναι κατάλληλος να ακούγεται
- που συμβαίνει μπροστά σε ακροατήριο
- ↪ακροαματική διαδικασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακροαματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)