αγαλλίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγαλλίαση | οι | αγαλλιάσεις |
γενική | της | αγαλλίασης & αγαλλιάσεως |
των | αγαλλιάσεων |
αιτιατική | την | αγαλλίαση | τις | αγαλλιάσεις |
κλητική | αγαλλίαση | αγαλλιάσεις | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαλλίαση < ελληνιστική κοινή ἀγαλλίασις < ἀγαλλιάω / ἀγαλλιῶ < αρχαία ελληνική ἀγάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαλλίαση θηλυκό
- συναίσθημα μεγάλης χαράς, ευφροσύνης
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αγαλλιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαλλίαση