αειφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αειφόρος | η | αειφόρα | το | αειφόρο |
γενική | του | αειφόρου | της | αειφόρας | του | αειφόρου |
αιτιατική | τον | αειφόρο | την | αειφόρα | το | αειφόρο |
κλητική | αειφόρε | αειφόρα | αειφόρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αειφόροι | οι | αειφόρες | τα | αειφόρα |
γενική | των | αειφόρων | των | αειφόρων | των | αειφόρων |
αιτιατική | τους | αειφόρους | τις | αειφόρες | τα | αειφόρα |
κλητική | αειφόροι | αειφόρες | αειφόρα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αειφόρος < ελληνιστική κοινή ἀειφόρος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική sustainable.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αεί + -φόρος (<φέρω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.iˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ει‐φό‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
αειφόρος -α/-ος, -ο
- αυτός που εγγυάται την αειφορία, που εξασφαλίζει την παραγωγή αγαθών χωρίς την μείωση της παραγωγικής δυνατότητας.
- αειφόρος ανάπτυξη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αειφορία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αειφόρος
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)