ακτίνιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακτίνιο τα ακτίνια
      γενική του ακτινίου
ακτίνιου
των ακτινίων
    αιτιατική το ακτίνιο τα ακτίνια
     κλητική ακτίνιο ακτίνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ακτίνιο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀκτίνιον, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική radian ακτίν(α) + -ιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακτίνιο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


  • Χημικό στοιχείο: Ac
  • Ατομικός αριθμός : 89
  • Προηγούμενο = Ra
  • Επόμενο = Th

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ακτίνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική actinium < ελληνιστική κοινή ἀκτῖνα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακτίνιο ουδέτερο στον ενικό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]