ακεραιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακεραιότητα < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ἀκεραιότης, από την αιτιατική ἀκεραιότητα < αρχαία ελληνική ἀκέραιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακεραιότητα θηλυκό
- η απόλυτη εντιμότητα μιας προσωπικότητας
- η ακεραιότητα των δικαστικών λειτουργών είναι ιδιαίτερα σημαντική
- η σωματική αρτιμέλεια
- φοβήθηκα για την ακεραιότητά του όταν έμαθα ότι ήρθε στα χέρια με έναν παλαιστή