Μετάβαση στο περιεχόμενο

Alphabet

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: alphabet

Γερμανικά (de)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Alphabet die Alphabete
γενική des Alphabets
Alphabetes
der Alphabete
δοτική dem Alphabet
Alphabete
den Alphabeten
αιτιατική das Alphabet die Alphabete

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Alphabet < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική alfabete < εκκλησιαστική λατινική alphabetum < ελληνιστική κοινή ἀλφάβητος [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /alfaˈbeːt/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Alphabet

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Alphabet (de) ουδέτερο

  • (γραφές) το αλφάβητο
    Das deutsche Alphabet hat dreißig Buchstaben.
    Το γερμανικό αλφάβητο έχει τριάντα γράμματα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Alphabet στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Alphabet - Duden online.
  2. Alphabet - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).