αλεμανικά
(Ανακατεύθυνση από αλεμαννικά)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αλεμανικά | ||
γενική | των | αλεμανικών | ||
αιτιατική | τα | αλεμανικά | ||
κλητική | αλεμανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεμανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλεμανικός στον πληθυντικό, (λόγιο δάνειο) γερμανική Alemannisch
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλεμανικά
- (γλώσσα) ομάδα γερμανικών διαλέκτων που μιλιούνται από περίπου δέκα εκατομμύρια ομιλητές σε διάφορες γερμανόφωνες χώρες και στην Ιταλία
- άλλη γραφή: αλεμαννικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)