abduct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | abduct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abducts |
αόριστος | abducted |
παθητική μετοχή | abducted |
ενεργητική μετοχή | abducting |
abduct (en)
- απάγω
- ↪ Terrorists abducted the president
- Τρομοκράτες απήγαγαν τον πρόεδρο
- ↪ Terrorists abducted the president