abduction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abduction (en)
- η απαγωγή
- η απομάκρυνση
- the abduction of heat - η απαγωγή της θερμότητας
- η αρπαγή ατόμου
- the abduction of a child - η απαγωγή ενός παιδιού
- η απαγωγή (στη γυμναστική)
- abduction of limbs - απαγωγή των άκρων
- μέθοδος συλλογισμού κατά την οποία ξεκινάμε από μία προφανή πρόταση για να εξαγάγουμε ένα πιθανό (όχι όμως βέβαιο) συμπέρασμα
- η απομάκρυνση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ab.dyk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abduction | abductions |
abduction (fr) θηλυκό
- η απαγωγή