accompany
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accompany < μέση αγγλική accompanien < παλαιά γαλλική acompagner < compaign
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accompany (en)