aberrant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/əˈbɛr(ə)nt/ (και /ˈæ.bəɹ.n̩t/)
Επίθετο[επεξεργασία]
aberrant (en)
- αποκλίνων, αφύσικος, απομακρυσμένος από το φυσιολογικό
- ανώμαλος, διεστραμμένος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aberrant | aberrants |
θηλυκό | aberrante | aberrantes |
aberrant (fr)