accomplishment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accomplishment | accomplishments |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accomplishment < παλαιά γαλλική accomplissement [1] < accomplir
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /əˈkʌm.plɪʃ.mənt/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /əˈkɑːm.plɪʃ.mənt/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accomplishment (en)
[επεξεργασία]
- ↑ accomplishment - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)