abdication
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌæb.dɪˈkeɪ.ʃən/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌæb.dɪˈkeɪ.ʃən/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abdication (en)
- η παραίτηση από θρόνο, εξουσία
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- abdication - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abdication - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abdication | abdications |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abdication < παλαιά γαλλική abdication < λατινική abdicatio < abdico
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ab.di.ka.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abdication (fr) θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- abdication - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- abdication - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (βρετανικά αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)