abandon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | abandon |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | abandons |
αόριστος | abandoned |
παθητική μετοχή | abandoned |
ενεργητική μετοχή | abandoning |
Ρήμα[επεξεργασία]
abandon (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abandon < αρχαία γαλλική (mettre) à bandon, (θέτω) υπό την εξουσία κάποιου
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abandon | abandons |
abandon (fr) αρσενικό