abandon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας abandon
γ΄ ενικό ενεστώτα abandons
αόριστος abandoned
παθητική μετοχή abandoned
ενεργητική μετοχή abandoning

Ρήμα[επεξεργασία]

abandon (en) (μεταβατικό)

  1. εγκαταλείπω, αφήνω κάποιον, ειδικά κάποιον για τον οποίο είμαι υπεύθυνος, χωρίς καμία πρόθεση να επιστρέψω
  2. εγκαταλείπω, αφήνω ένα πράγμα ή μέρος, ειδικά επειδή είναι αδύνατο ή επικίνδυνο να μείνω
    We are abandoning ship!
    Εγκαταλείπουμε το πλοίο!
    Unknown individuals abandoned the stolen car in a deserted location.
    Άγνωστοι εγκατέλειψαν το κλεμμένο αυτοκίνητο σε μια ερημική τοποθεσία.
     συνώνυμα:  leave
  3. εγκαταλείπω, σταματώ να κάνω κάτι, ειδικά πριν τελειώσει· σταματώ να έχω κάτι
    The search was abandoned.
    Η έρευνα εγκαταλείφθηκε.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
abandon abandons

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abandon < παλαιά γαλλική (mettre) à bandon ([θέτω] υπό την εξουσία κάποιου)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.bɑ̃.dɔ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

abandon (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]