3PL

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

3PL < Third Party Logistics

Συντομομορφή[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
3PL 3PLs

3PL (en)

  • υπηρεσίες υλικοτεχνικής υποστήριξης από τρίτα μέρη / εφοδιαστική εξωτερικής ανάθεσης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]