abeyance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abeyance (en)
- εκκρεμότητα, κατάσταση όπου κάτι εκκρεμεί
- αναστολή, κατάσταση όπου κάτι αναστέλλεται ή δεν αφήνεται να εκδηλωθεί προσωρινά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- in abeyance: σε εκκρεμότητα/αχρηστία