abridge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abridge < μέση αγγλική abreggen, abregge, abrigge < παλαιά γαλλική abregier, abreger < λατινική abbrevio < ad + brevio
Ρήμα[επεξεργασία]
abridge (en)