ablactation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ablactation | ablactations |
ablactation (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.blak.ta.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ablactation (fr) θηλυκό