abashed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
abashed (en)
- αυτός που βρίσκεται σε αμήχανη θέση, ο ντροπιασμένος