abash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | abash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abashes |
αόριστος | abashed |
παθητική μετοχή | abashed |
ενεργητική μετοχή | abashing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abash < (κληρονομημένο) μέση αγγλική abashen, abaishen < παλαιά γαλλική esbahir (στα νέα γαλλικά ébahir) < es- (< ex-) + bayer (< μεσαιωνική λατινική *batare)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]abash (en)
- φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, προκαλώ αμηχανία σε κάποιον, κάνω κάποιον να ντρέπεται
- ↪ He finds excitement in abashing other people.
- Ενθουσιάζεται με το να προκαλεί αμηχανία σε άλλους άνθρωπους.
- ↪ He finds excitement in abashing other people.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'wish' (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (καναδικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)