Μετάβαση στο περιεχόμενο

mortify

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας mortify
γ΄ ενικό ενεστώτα mortifies
αόριστος mortified
παθητική μετοχή mortified
ενεργητική μετοχή mortifying

mortify (en)

  • ταπεινώνω, κάνω κάποιον να ντρέπεται
      I felt so mortified by my failure that…
    Ένιωσα τόσο ταπεινωμένος από την αποτυχία μου που…
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη humiliate