abstain
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | abstain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abstains |
αόριστος | abstained |
παθητική μετοχή | abstained |
ενεργητική μετοχή | abstaining |
ενεστώτας | abstain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abstains |
αόριστος | abstained |
παθητική μετοχή | abstained |
ενεργητική μετοχή | abstaining |