abstain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | abstain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | abstains |
αόριστος | abstained |
παθητική μετοχή | abstained |
ενεργητική μετοχή | abstaining |
Ρήμα
[επεξεργασία]- απέχω, αποφασίζω να μην ψηφίσω
- ↪ I abstain from voting.
- Απέχω από την ψηφοφορία.
- ↪ I abstain from voting.
- απέχω, αποφεύγω κάτι, παραιτούμαι από την ικανοποίηση μιας επιθυμίας