Μετάβαση στο περιεχόμενο

absent

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
absent < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική absent < μέση γαλλική < παλαιά γαλλική ausent < λατινική absens < abesse < ab + esse

Επίθετο

[επεξεργασία]

absent (en)

  • απουσιάζω, λείπω, απών
      If your child is absent without good cause, you may receive a warning.
    Αν το παιδί σας απουσιάσει χωρίς σοβαρό λόγο, μπορεί να λάβετε προειδοποίηση.
      How many students were absent yesterday?
    Πόσοι μαθητές έλειψαν χθες;

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό absent absents
θηλυκό absente absentes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ap.sɑ̃/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

absent (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

absent (ro)