absent
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- absent < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική absent < μέση γαλλική < παλαιά γαλλική ausent < λατινική absens < abesse < ab + esse
Επίθετο
[επεξεργασία]absent (en)
- απουσιάζω, λείπω, απών
- ⮡ If your child is absent without good cause, you may receive a warning.
- Αν το παιδί σας απουσιάσει χωρίς σοβαρό λόγο, μπορεί να λάβετε προειδοποίηση.
- ⮡ How many students were absent yesterday?
- Πόσοι μαθητές έλειψαν χθες;
- ⮡ If your child is absent without good cause, you may receive a warning.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | absent | absents |
θηλυκό | absente | absentes |
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]absent (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]absent (ro)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Επίθετα (ρουμανικά)