απούσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απούσα | οι | απούσες |
γενική | της | απούσας | των | απουσών |
αιτιατική | την | απούσα | τις | απούσες |
κλητική | απούσα | απούσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απούσα < ουσιαστικοποιημένη μετοχή αρχαία ελληνική ἀποῦσα, θηλυκό του ἀπών < ἄπειμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απούσα θηλυκό
- αυτή που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται εδώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απούσα